Το σύμπτωμα της φύσης

Ελαιώνας Άμφισσας, 15 Σεπτεμβρίου 2010.
Επιμέλεια: Αποστόλης Αρτινός




Ένα "μνημείο" για τον Ελαιώνα

του Παναγιώτη Βούλγαρη


Τα σύννεφα είχαν απλωθεί βαριά στον ουρανό, χαμήλωσαν και κάλυψαν την πόλη με σταλαγματιές ζωής. Δυσκολεύομαι να δω καθαρά μέσα από αυτή την ηχηρή υποδοχή, είναι μια νέα πόλη που αποκαλύπτεται.
Το ταξίδι ξετυλίγεται με μια κίνηση από τα βουνά καθώς αντικρίζω το ασημένιο πανόραμα που ξεχύνεται ως την θάλασσα, χαζεύω τις ελιές μέσα από το τζάμι του λεωφορείου, η ανυπομονησία μεγάλη για τον νέο τόπο. Το υλικό μου βρίσκεται παντού, ζωντανό, κατοικείται και δίνει ζωή, έχει υγρασία, περιμένει το νερό από ψηλά. Αν και έχω μεγαλώσει κάτω από τα κλαδιά τους, οι ελιές με καθηλώνουν καθώς απλώνονται παντού, η φθορά του χρόνου μοιάζει να μη ξεσπά ποτέ πάνω τους, έφθασα στην πόλη, με κρότο οι ουρανοί ανοίγουν.
Η ‘Άμφισσα αποτελείται από δυο πόλεις και οι δύο μισές. Η μία ανάλαφρη, αόριστη και νέα εξαπλώνεται στην κοιλάδα σαν ένα μισοτελειωμένο σχέδιο. Η άλλη σταθερή, σκαρφαλώνει στον βράχο του κάστρου, αναδύει έναν μυστικισμό, μοιάζει ολοκληρωμένη αλλά όχι νεκρή. Ο χρόνος απτός πάνω της γράφει ακόμη ιστορίες, ένα ανθρώπινο άγγιγμα στο βουνό.
Περπατώντας μετά την βροχή εντυπωσιάζομαι από τα πολλά παλιά σπίτια διαφόρων εποχών και τύπων, τις πλατείες και τις εκκλησίες, τις αγιογραφίες του Παπαλουκά στην Μητρόπολη, το κενό της φυλακής. Η διαγώνια κλίμακα για τον Άγιο Νικόλαο συμπληρώνει την ανεπάρκεια, νοηματοδοτεί μια ανάβαση. Μπορείς να ξέρεις που αυτή τελειώνει;
Εξερευνώντας το Κάστρο, περνώ την πανάρχαια πύλη και καθηλώνομαι από το δυνατό φως που στέλνει ο Ελαιώνας. Αγγίζω στρώματα χρόνου σε ερείπια παρατημένα, αγγίζω δημιουργία και καταστροφή, τις ανθρώπινες ανάσες που κάποτε υπήρξαν εκεί. Στην άκρη της πόλης οι άνθρωποι άφησαν το ισχνό αποτύπωμά τους να μετρηθεί με τα τείχη του Βουνού. Βελάσματα ζώων κάπου χαμηλότερα, ένα μαντρί, έργο τέχνης με ευτελή υλικά.
Κάτω από τον πλάτανο στα Ταμπάκικα λιγοστοί ηλικιωμένοι κουβεντιάζουν σε μια μάταιη προσπάθεια να ριζώσουν δίπλα του. Το νερό κυλά σε μικρά αυλάκια, απαλός ήχος κίνησης σε έναν τόπο ακινησίας, μυρωδιά δέρματος. Ο ήλιος έρχεται σύντομα να φωτίσει τα απομεινάρια μια παλιάς, τραχιάς και έντονης δραστηριότητας, η ροή λαμπυρίζει καθώς διαπερνά τις πέτρες. Ο μόχθος των ανθρώπων και μια ανείπωτη ομορφιά φανερώνεται ακόμη και σήμερα στις τετράγωνες οπές των πέτρινων κτηρίων. Το δέρμα απλωμένο. Ο χάρτης της πόλης χαράσσεται πάνω του, λίγες αφημένες πέτρες, νερό και λάδι να το διατρέχουν. Κάπως έτσι τον σκέφτομαι καθώς περιδιαβαίνω τα σοκάκια, βλέπω τα σημάδια, τις ανταλλαγές. Τα δέρματα έφευγαν για τις μεγάλες πόλεις, ακολούθησαν και οι άνθρωποι, τα ελκυστικά λείψανα σηματοδοτούν μια μεταβολή. Κάτι προστάτεψε αυτή την πόλη από το σήμερα, βασιλεύει μια ησυχία και μια αγνότητα, σε γεμίζει σαν καθαρό νερό.
Είναι η πόλη που ακουμπά στο βουνό και απλώνει τις ρίζες της στον ελαιώνα, είναι το φώς που την εξαϋλώνει καθώς την συναντά το βλέμμα από το εκκλησάκι του Σωτήρα, είναι οι αράχνες που υφαίνουν ιστούς στα ερειπωμένα εργαστήρια, το δέρμα που λιώνει, το λάδι που εξαγνίζει, το ασήμι στα μάτια των κατοίκων.
Είμαι εδώ για να αφήσω μια γραφή έκθετη στη Φύση, εκεί που ξεκινά το βουνό, ανάμεσα σε δύο κορμούς λίγο ψηλότερα από την πόλη, να είναι η πόλη…
Περπατώ κάτω από τα ελαιόδεντρα και το φώς ζωγραφίζει σκιές στα μάτια μου, εστιάζω στον βηματισμό, την κίνηση ανάμεσά τους, ξετυλίγοντας χιλιάδες μέτρα κλωστής σε ένα μικρό χώρο, συγκεντρώνομαι στους ήχους, μια κατάσταση αιώρησης, σαν να βρίσκομαι στο νερό…
Μοιράζομαι μια τελετουργική πράξη ένωσης με ότι έχει υπάρξει και με ότι έρχεται καθώς υφαίνω ένα εύθραυστο μνημείο, έναν ιερό τόπο, μια γραφή ανάμεσα σε δύο γέρικους κορμούς μέσα από μια ατέρμονη διαδικασία δημιουργίας δομών που εμπεριέχουν το στοιχείο της ανοσίας – η αρχιτεκτονική της υπαγορεύεται από το ζητούμενο, το πώς να αφήσω μια δυνατή πράξη χωρίς ίχνη δύναμης…
Μια λεπτεπίλεπτη κατασκευή από κλωστές, να παίρνει ζωή από το φώς και τον αέρα, είναι εφήμερη μα κουβαλά ένα αρχέγονο μήνυμα και αποτυπώνει την αέναη δημιουργία. Είναι ένα έργο που εξαϋλώνεται και ενοποιείται με την φυσική ύπαρξη, γίνεται ένα «μη απτό» ανθρώπινο στοιχείο που ενδυναμώνεται από αυτή την ανυπαρξία και γίνεται ένα άπειρο κομμάτι ζωής.

Πέραν του άλλου

του Αποστόλη Αρτινού


«Έχουν κάτι το ανησυχαστικό αυτοί οι ιστοί του Π. Βούλγαρη. Ίσως αυτό το αδιάθετο νόημα τους, το τόσο εύθραυστο. Είναι περιβάλλοντα μιας εγκαταλελειμμένης σιωπής, μιας γραφής αφημένης στις διαθέσεις του ανέμου. Έργα που γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα σ' αυτή την αφιλόδοξη χειρονομία του εφήμερου. Η αιωνιότητα εδώ δεν ανήκει στο έργο, ούτε στη αλήθεια του έργου, αλλά σ' αυτό που αποσιωπά το έργο και στο ανέκφραστο μαζί περιβάλλον της μοναξιάς του. Η κλωστή που το διαγράφει, χιλιόμετρα αυτή, δεν είναι ο μίτος της Αριάδνης που μας οδηγεί στο φως αλλά το νήμα μιας αφήγησης που υπομένει την ατελεύτητη χειρονομία της κατασκευής της, της καταγραφής της, όπως πάντα όμως αυτή πέραν του άλλου. Δεν θα ναι έτσι το βλέμμα αυτού του άλλου που θα διεγείρει το έργο αλλά αυτά τα χλωμά φύλλα που θα πέσουν, η πρωινή αύρα, το άδειο πουκάμισο ενός τζίτζικα του καλοκαιριού, ακόμη κι αυτή η άνιση χειρονομία της καταστροφής τους. Η σκηνή του βλέμματος που αναδύει το έργο της τέχνης γίνεται εδώ μια αδιάφορη σκηνή, ένα παραπλανημένο σημαίνον. Γι αυτό και το νόημα του δεν αναπαρίσταται, δεν διατίθεται στη γλώσσα, καθίσταται έτσι σημείο ενός αληθινού "συμπτώματος", μια τραυματική διεμφάνεια αυτού του ανίσχυρου και αδιάθετου ίχνους του Πραγματικού που πάντα όμως και κάπως θα μας διαφεύγει.»

Τα δύο έργα φτιάχτηκαν την περίοδο μεταξύ 12 και 15 Σεπτεμβρίου του 2010 και χρησιμοποιήθηκαν 10.500 μέτρα κλωστής για το 1ο που βρίσκεται στην είσοδο του Βυζαντινού ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στην Άμφισσα καθώς και 7.500 μέτρα για το 2ο που βρίσκεται σε ελαιώνα στην Κίρρα πάνω στον δρόμο που ένωνε τους Δελφούς με το αρχαίο λιμάνι. Οι κλωστές ήταν διαφορετικών μεγεθών μεταξένιες, βαμβακερές και συνθετικές σε λευκό χρώμα αλλά στο έργο στην Κίρρα χρησιμοποιήθηκε και μια σε λαδί χρώμα ενώ στο εσωτερικό του έργου τοποθετήθηκαν κουκούλια από τζιτζίκια.